- ἀσκίτης
- ἀσκίτηςdropsymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκίτης — Συγκέντρωση ορώδους υγρού στην κοιλιακή κοιλότητα. Ο α. παρουσιάζεται σε ηπατικές αρρώστιες (κίρρωση του ήπατος, ηπατική σύφιλη, θρόμβωση της πυλαίας φλέβας), καθώς και όταν διαταράσσεται η κυκλοφορία του αίματος εξαιτίας παθήσεων της καρδιάς ή… … Dictionary of Greek
ἀσκίται — ἀσκίτης dropsy masc nom/voc pl ἀσκίτᾱͅ , ἀσκίτης dropsy masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκιτῶν — ἀσκίτης dropsy masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκίταις — ἀσκίτης dropsy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκίτην — ἀσκίτης dropsy masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκίτου — ἀσκίτης dropsy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκίτῃ — ἀσκίτης dropsy masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκίτῃσι — ἀσκίτης dropsy masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek
ἀσκίτας — ἀσκίτᾱς , ἀσκίτης dropsy masc acc pl ἀσκίτᾱς , ἀσκίτης dropsy masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)